ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ – ΟΙ «ΑΛΛΟΙ»

Με αφορμή την πρόσφατη ετήσια επέτειο του πάρκου της συμβολής των οδών Κύπρου & Πατησίων, αλλά και την αντίστοιχη επερχόμενη του πάρκου των οδών Ναυαρίνου & Χαρίλαου Τρικούπη, γράφονται αυτές οι γραμμές αποσκοπώντας στην κριτική του υποτιθέμενου οικολογικού προφίλ των κατά τ’ άλλα εξαιρετικών εγχειρημάτων και φυσικά στη πρόκληση σκέψης. Ως γνωστόν, πριν από ένα χρόνο και μερικές μέρες εισέβαλαν στο πάρκο των Κάτω Πατησίων άνθρωποι του δήμου το οποίο και κατέστρεψαν κόβοντας 45 περίπου δέντρα, με απώτερο σχέδιο το πάρκο να γίνει ένα πολυόροφο πάρκιν. Από την πρώτη στιγμή τα καλέσματα για τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν ήταν φορτισμένα συναισθηματικά σε μεγάλο βαθμό, για το άδοξο τέλος που είχαν τα δέντρα-στολίδια της περιοχής. Αυτό συνοδεύτηκε από ένα οικολογικό ενδιαφέρον για τις μερικές εκατοντάδες πράσινα τετραγωνικά που κινδυνεύουν να χαθούν. Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν συγκρούσεις στην γύρω περιοχή, στο Δημαρχείο, αλλά και εκδηλώσεις αλληλεγγύης στο πάρκο. Ένα συνηθισμένο θέαμα μέσα σε αυτές τις εκδηλώσεις, ήταν (και είναι ακόμα και στα δύο πάρκα) το ψήσιμο κρεάτων. Και εκεί ακριβώς, είναι που φαίνονται εμφανέστατα τα τραγελαφικά κενά του κινήματος, ως προς το πόσο αντιλαμβάνεται πραγματικά το οικολογικό ζήτημα. Γιατί αυτός ο τρόπος ένδειξης αλληλεγγύης και συμπαράστασης στις δράσεις για την ανεξαρτησία του πάρκου (δηλαδή η έκφραση της λύπης-αγανάκτησης για την κοπή μερικών δέντρων με κομμάτια δολοφονημένων ζώων πάνω σε σχάρες έτοιμα για καταβρόχθιση από τους παρευρισκομένους) εκτός από πραγματικά αξιοπερίεργος και παράξενος, είναι και πραγματικά προβληματικός.
Από τις πρώτες μέρες των κινητοποιήσεων για τη σωτηρία του πάρκου δημιουργήθηκε μεγάλη δημοσιότητα και έγινε καθημερινό θέμα στα κανάλια. Ο Κακλαμάνης βγήκε να υπερασπιστεί την καταστροφή του πάρκου, λέγοντας πως το το πάρκο θα επαναδημιουργηθεί μετά το πέρας των εργασιών του πάρκιν και πως θα είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Από την άλλη οι πολέμιοι του πάρκιν δήλωναν πως είναι αδύνατο να γίνει πάρκο πάνω από το πάρκιν και πως ακόμα κι αν γινόταν, θα ήταν πολύ πιο μικρό από το προηγούμενο. Ο αντίλογος συνεχίστηκε και κατέληξε σε μια γελοία αντιπαράθεση με το θέμα της συζήτησης (και κατ’ επέκταση και της πολιτικής σύγκρουσης) στα μάτια του κόσμου να αναλώνεται στην ύπαρξη ή μη ύπαρξη λίγων δεκάδων δέντρων. Εν προκειμένω δηλαδή, βλέπαμε το δέντρο και χάσαμε το δάσος – κυριολεκτικά.
Πράγματι, σε τσιμεντουπόλεις όπως η Αθήνα ακόμα και ένα δέντρο παραπάνω να υπάρχει είναι σημαντικό, και αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει κάθε περιβαλλοντολόγος. Αλλά το θέμα είναι: εμείς ως κίνημα που επιζητεί ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, αποσκοπούμε στο να λύσουμε τα προβλήματα από τα αποτελέσματά τους, ή από τη ρίζα τους; Δηλαδή, αυτό που πρέπει να στοχεύει ένα κίνημα, το οποίο υποτίθεται πως συμπεριλαμβάνει την οικολογία ψηλά στην ατζέντα του, είναι η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη 45, 55 ή 105 δέντρων που δεσμεύουν CO2 από τη ρυπασμένη ατμόσφαιρα της Αθήνας; Ή να σταματήσει η παραγωγή βλαβερών αερίων εξ αρχής;
Ακόμα και οι πιο συμβιβασμένοι φορείς πλέον, αναγνωρίζουν το τεράστιο μέγεθος της περιβαλλοντικής καταστροφής που προκαλεί η κτηνοτροφία. Κλασικό παράδειγμα είναι η έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, στην οποία αναφέρεται η κτηνοτροφία ως ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικά επιζήμιος παράγοντας, δημιουργώντας περισσότερες εκπομπές CO2 από ότι ο παγκόσμιος κλάδος μεταφορών. Ακόμα πολύ μεγαλύτερες είναι οι συνεισφορές της κτηνοτροφίας σε μεθάνιο (CH4), αμμωνία (NH3) και μονοξείδιο του αζώτου (NO). Τέλος, είναι επίσης αποδεδειγμένες και γνωστές σε όλους οι τεράστιες ανάγκες της κτηνοτροφίας παγκοσμίως σε γεωργικές εκτάσεις (πάνω από το 1/3) όπως και οι τεράστιες ανάγκες της σε νερό (πάνω από το 50% των διαθέσιμων πόσιμων υδάτων). Να μην ξεχνάμε φυσικά τον πνεύμονα του πλανήτη, το δάσος του Αμαζονίου, το οποίο συρρικνώνεται δραματικά κάθε μέρα αποκλειστικά και μόνο για τις ποταπές γευστικές απαιτήσεις κάποιων. Όλα αυτά προσπαθώντας να αγνοήσουμε το αντι-ανθρωπιστικό σκέλος της κατανάλωσης πτωμάτων (η σαρκοφαγία της Δύσης βασίζεται στον υποσιτισμό των «αναπτυσσόμενων» χωρών), όπως και το ηθικό σκέλος (η κατανάλωση σάρκας δεν παύει να είναι μια αναίτια δολοφονία), αλλά και το εξίσου πολιτικό σκέλος του σπισισμού (η δολοφονία ενός ζώου για γευστικούς ή άλλους εξίσου ασήμαντους λόγους είναι μια πράξη άκρως εξουσιαστική). Και εδώ τίθεται το ερώτημα λοιπόν, γιατί τα άτομα και οι συλλογικότητες που υποτίθεται πως αντιλαμβάνονται τι εστι οικολογία και διατυμπανίζουν το “οικολογικό” τους προφίλ, αδιαφορούν προκλητικά για αυτή την πραγματικότητα; Η εικόνα του υποτιθέμενου προοδευτικού κινηματικού ατόμου που κάνει παρεμβάσεις οικολογικού χαρακτήρα και συγχρόνως ψήνει μπριζόλες και σουβλάκια στα ελεύθερα πάρκα και στα στέκια είναι γελοία, υποκριτική, οπισθοδρομική και άκρως ελληνική, και δείχνει έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων στο φλέγον ζήτημα της εποχής μας που λέγεται οικολογία. Δυστυχώς είναι φανερό πως η οικολογία δεν ξεφτιλίζεται μόνο από τους επαγγελματίες και τις ΜΚΟ που την έχουν κάνει επάγγελμα, αλλά και από την πλειοψηφία του ελευθεριακού κινήματος.
Κάνοντας το δικηγόρο του διαβόλου, θα μπορούσε κάποιος/α να ισχυριστεί με περίσσεια άνεση πως στη γειτονιά πράγματι υπάρχει πρόβλημα με το παρκάρισμα και πως τις χιλιάδες ώρες που θα κάνουν βόλτες στη γειτονιά τα χιλιάδες αυτοκίνητα που θα ψάχνουν χώρο για να παρκάρουν, θα παράξουν πολύ περισσότερο CO2 από αυτό που είναι ικανά να δεσμεύσουν τα δέντρα του πάρκου, τα οποία παρεμπιπτόντως, θα χρειαστούν και πάρα πολλά χρόνια να μεγαλώσουν σε μέγεθος. Κακά τα ψέματα,η ζημιά που προκλήθηκε στο πάρκο από τις νυχτερινές μυστικές εξορμήσεις των πριονιών του δήμου δεν είναι άμεσα αναστρέψιμη. Ας μη βαφτίζουμε τον τσαμπουκά οικολογία λοιπόν. Οικολογικό υπόβαθρο στα πάρκα σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει: Το κράτος απλά προσπάθησε να πάρει έναν ελεύθερο χώρο για να βγάλουν μερικοί τυχαίοι φράγκα από τις μίζες αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν· και επιπρόσθετα μετά από λίγο καιρό έχασε και ένα δικό του χώρο (πάρκιν) που έγινε επίσης πάρκο. Αυτό ήταν όλο, μια διαμάχη για τους ελεύθερους χώρους, με το κράτος να γνωρίζει συντριπτική ήττα.
Τόσο το πάρκο της Κύπρου & Πατησίων, όσο και το πάρκο της Ναυαρίνου & Τρικούπη, είναι δυο σημαντικά εγχειρήματα που κερδήθηκαν και απέδωσαν (και αποδίδουν ακόμα) πολύ σημαντικά οφέλη στο κίνημα, αλλά οικολογικά δεν είναι. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που είναι στο μυαλό κάποιων. Η πραγματική οικολογία δεν είναι αποκομμένη από τα υπόλοιπα πολιτικά δρώμενα – αντίθετα είναι αναπόσπαστο κομμάτι τους – και δεν αρκεί απλά η συμμετοχή “περιβαλλοντικών ομάδων”, μερικά δέντρα και λίγο χώμα σε μια γωνίτσα της μητρόπολης για να χαρακτηρισθεί μια διαμάχη για την κυριότητα ενός πράσινου (ή γκρίζου ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος) χώρου ως οικολογικός αγώνας. Η πραγματική οικολογία είναι μέρος του ευρύτερου αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση. Είναι μέρος της καθημερινότητας της καθεμιάς και του καθενός από εμάς. Αν πραγματικά θέλουμε να έχουμε την οικολογία και το περιβάλλον στη ριζοσπαστική ατζέντα, πρέπει η πλειοψηφία του ελευθεριακού κινήματος να αναθεωρήσει τις απόψεις της για τη χορτοφαγία, οι οποίες (προφανώς κυρίως λόγω της συνηθισμένης γραφικής πρώτης άμυνας των νεκροφάγων) όχι απλώς δεν είναι ουδέτερες, αλλά είναι μάλιστα και αρνητικές.

Αρχική